όρνιο, το, ουσ. [<αρχ. ὄρνεον], ο γύπας. 1. (γενικά) ονομασία σαρκοβόρων πουλιών. 2α. άνθρωπος ανόητος, βλάκας, ανίδεος, αστοιχείωτος: «είναι τόσο όρνιο, που, στη θάλασσα να τον στείλεις, δε θα σου φέρει νερό». β. εκστομίζεται και ως βρισιά: «πρόσεχε πού πατάς, όρνιο!». 3α. στον πλ. τα όρνια, υπάλληλοι γραφείου κηδειών που συχνάζουν στα νοσοκομεία και μόλις πεθάνει κάποιος άρρωστος πλευρίζουν τους συγγενείς του για να τους πείσουν να αναλάβει το γραφείο τους την κηδεία: «στους διαδρόμους των μεγάλων νοσοκομείων κυκλοφορούν ένα σωρό όρνια που εκμεταλλεύονται τη σύγχυση και τον πόνο εκείνων που έχασαν τον άνθρωπό τους». Κατά καιρούς έχουν καταγραφεί ομηρικοί καβγάδες ανάμεσα σε όρνια διαφορετικών γραφείων κηδειών. Από παρομοίωση των υπαλλήλων των γραφείων κηδειών με το όρνιο, που είναι ένα σαρκοβόρο και αρπακτικό πουλί. Συνών. καρτάλι (4) / κοράκι (4α). β. τα επιτήδεια και αρπακτικά άτομα της πιάτσας που μόλις αντιληφθούν κάποιον πλούσιο αφελή, τον διπλαρώνουν για να του φάνε τα χρήματα: «μπλέχτηκε με τα όρνια της πιάτσας και τον ξεκοκάλισαν». Από παρομοίωση των ανθρώπων της πιάτσας με το αρπακτικό πουλί. Συνών. καρτάλι (3) / κοράκι (4γ)·
- έπεσαν σαν τα όρνια, (ιδίως για συγγενείς εκλιπόντος) όρμησαν απροκάλυπτα να επωφεληθούν από την περιουσία του: «μόλις πέθανε ο γέρος, έπεσαν σαν τα όρνια οι συγγενείς του πάνω στην περιουσία του». Από την εικόνα των σαρκοβόρων πουλιών που πέφτουν και ξεκοκαλίζουν το πτώμα του ζώου. Συνών. έπεσαν σαν τα καρτάλια / έπεσαν σαν τα κοράκια·
- όρμησαν σαν τα όρνια ή όρμηξαν σαν τα όρνια, βλ. φρ. έπεσαν σαν τα όρνια.